παραμυθένιος, -ια, -ιο

παραμυθένιος, -ια, -ιο
αυτός που ταιριάζει ή συμβαίνει σε παραμύθι, φανταστικός, ιδανικός, απερίγραπτος, ονειρευτός: Ο παραμυθένιος κόσμος των παιδιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμυθένιος — ια, ιο 1. αυτός που συμβαίνει, υπάρχει ή αρμόζει στα παραμύθια, μυθώδης, φαντασιώδης 2. (ως επαινετικός χαρακτηρισμός) αυτός που θυμίζει την εξωπραγματική ατμόσφαιρα τού παραμυθιού, έξοχος, θαυμαστός(α. «παραμυθένια ομορφιά» β. «παραμυθένια… …   Dictionary of Greek

  • Αμπάτε, Νικολό ντελ’ — (Niccolo dell’ Abbate, Μοντένα 1509; – Φοντενεμπλό 1571). Ιταλός ζωγράφος. Διαμορφώθηκε στον κύκλο του Ντόσο Ντόσι και του Παρμιτζανίνο. Προικισμένος με έμφυτη και λεπτή ευαισθησία για το τοπίο, στις αρχές της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας… …   Dictionary of Greek

  • Γεραλής, Γεώργιος — (Σμύρνη 1917 – 1996). Ποιητής, λεξικογράφος και μεταφραστής. Μικρός εγκαταστάθηκε ως πρόσφυγας με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε φιλολογία και νομικά. Σταδιοδρόμησε ως δημόσιος υπάλληλος. Παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”